ἐξιλεώσει

ἐξιλεώσει
ἐξιλέωσις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐξιλεώσεϊ , ἐξιλέωσις
fem dat sg (epic)
ἐξιλέωσις
fem dat sg (attic ionic)
ἐξιλεόω
appease
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξιλεόω
appease
fut ind mid 2nd sg
ἐξιλεόω
appease
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μειλικτός — μειλικτός, ή, όν (Α) [μειλίσσω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να καταπραΰνει ή να εξιλεώσει …   Dictionary of Greek

  • παραιτητός — όν, Α [παραιτούμαι] 1. αυτός τον οποίο είναι δυνατόν κανείς να καταπραΰνει, να εξιλεώσει, να εξευμενίσει με παρακλήσεις ή δεήσεις («τὸ δὲ παραιτητούς αὖ θεοὺς εἶναι τοῑς ἀδικοῡσι, δεχομένους δῶρα», Πλάτ.) 2. αυτός ο οποίος αποκρούεται ή… …   Dictionary of Greek

  • Τανσίλο, Λουίτζι — (Tancillo, 1510 – 1568). Ιταλός ποιητής. Ακολούθησε τον Ισπανό αντιβασιλιά της Νάπολης στην εκστρατεία του εναντίον των Τούρκων, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του. Αργότερα διετέλεσε εφοριακός καθώς και δικαστικός υπάλληλος. Λογοτεχνική φήμη… …   Dictionary of Greek

  • ανεξιλέωτος — η, ο αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξιλεώσει, να εξευμενίσει: Ο θεός ήταν ανεξιλέωτος για όσα είχαν κάνει στον ιερέα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”