μειλικτός — μειλικτός, ή, όν (Α) [μειλίσσω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να καταπραΰνει ή να εξιλεώσει … Dictionary of Greek
παραιτητός — όν, Α [παραιτούμαι] 1. αυτός τον οποίο είναι δυνατόν κανείς να καταπραΰνει, να εξιλεώσει, να εξευμενίσει με παρακλήσεις ή δεήσεις («τὸ δὲ παραιτητούς αὖ θεοὺς εἶναι τοῑς ἀδικοῡσι, δεχομένους δῶρα», Πλάτ.) 2. αυτός ο οποίος αποκρούεται ή… … Dictionary of Greek
Τανσίλο, Λουίτζι — (Tancillo, 1510 – 1568). Ιταλός ποιητής. Ακολούθησε τον Ισπανό αντιβασιλιά της Νάπολης στην εκστρατεία του εναντίον των Τούρκων, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του. Αργότερα διετέλεσε εφοριακός καθώς και δικαστικός υπάλληλος. Λογοτεχνική φήμη… … Dictionary of Greek
ανεξιλέωτος — η, ο αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξιλεώσει, να εξευμενίσει: Ο θεός ήταν ανεξιλέωτος για όσα είχαν κάνει στον ιερέα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)